- στριφτάλι
- στριφτάρι τό ключ для настройки (муз. инструментов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στριφτάρι — και στριφτάλι, το, Ν [στριφτός] 1. στροφέας 2. (ιδίως) το κλειδί με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κόλλαβος … Dictionary of Greek